Ο Θρύλος Της Βοστώνης

Κατάκοπος, απροπόνητος, ξερακιανός, ο Στέλιος Κυριακίδης σίγουρα δεν ήταν φαβορί για τη νίκη στον Μαραθώνιο της Βοστώνης. Στον αγώνα του 1946, όμως, στόχος του δεν ήταν απλώς να φτάσει στο τέρμα.

του Γιάννη Παπαδόπουλου

Στη γραμμή της εκκίνησης του 50ού Μαραθωνίου της Βοστώνης, ο Στέλιος Κυριακίδης δεν είχε να αναμετρηθεί μόνο με την απόσταση, αλλά κυρίως με τον εαυτό του. Υποσιτισμένος και αδύναμος, με πόδια εύθραυστα, που είχαν διανύσει λίγα προπονητικά χιλιόμετρα, θα ήταν άθλος εάν κατάφερνε να τερματίσει. Μπορεί να μετρούσε ήδη μία συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες, στο Βερολίνο το 1936, και να ανήκε σε μια φουρνιά Ελλήνων αθλητών που σάρωναν τις νίκες, παρά τις κακουχίες, τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, όμως, είχαν αφήσει τα σημάδια τους πάνω του. Η λογική έλεγε ότι δεν θα άντεχε.

Τον Απρίλιο του 1946, ο φημισμένος Μαραθώνιος της Βοστώνης είχε συγκεντρώσει ορισμένους από τους καλύτερους δρομείς στον κόσμο. Θεωρείται ιδιαίτερα τιμητικό να κόψει κάποιος πρώτος το νήμα στον συγκεκριμένο αγώνα. Ο Στέλιος Κυριακίδης δεν ήταν φαβορί για τη νίκη. Όχι τόσο λόγω των προηγούμενων επιδόσεών του, όσο λόγω της φυσικής του κατάστασης, που είχε φθαρεί από την πολυετή προπονητική αποχή και τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης στην κατοχική Ελλάδα. Είχε επιχειρήσει ξανά να τρέξει στη Βοστώνη, προπολεμικά, το 1938. Είχε, όμως, εγκαταλείψει τότε στα μισά.

Το 1946, ανήμερα του μεγάλου αγώνα, τον εξέτασαν γιατροί και θεώρησαν ότι δεν ήταν σε θέση να τρέξει. Τον προειδοποίησαν ότι θα έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο. Εκείνος, όμως, είχε επενδύσει πολλά σε αυτόν τον Μαραθώνιο. Είχε πουλήσει το ραδιόφωνο, την κουζίνα και κάποια έπιπλα του σπιτιού του στη μαύρη αγορά της Αθήνας, για να χρη- ματοδοτήσει το ταξίδι του. Επέλεξε να καρφιτσώσει στη λευκή του φανέλα το νούμερο «77». Το «7» ήταν ο τυχερός του αριθμός και θεωρούσε ότι έτσι θα είχε διπλή τύχη στον αγώνα. Γνώριζε ότι δεν θα έπρεπε να ρισκάρει. Τα πρώτα χιλιόμετρα της Βοστώνης είναι κατηφορικά. Εύκολα μπορεί να παρασυρθεί κάποιος δρομέας εκεί και να το πληρώσει αργότερα στα ανηφορικά κομμάτια της διαδρομής.

Δρασκελιά τη δρασκελιά ο Κυριακίδης ανέβαινε, κέρδιζε έδαφος. «Είναι τύπος μετρημένου και λογικού αθλητού. Παρακολουθεί ελάχιστα το τι κάμνει ο αντίπαλος και, συμβουλευόμενος μόνον το χρονόμετρον που φέρει πάντοτε εις το αριστερό του χέρι, δεν παρεσύρθη εις τον αγώνα της ασκόπου και ακαίρου καταπονήσεως των άλλων, αλλά έκαμε την κούρσα του όπως αυτός εγνώριζεν», έγραφε μετά τον αγώνα η «Καθημερινή».

Η διάρκεια ενός Μαραθωνίου είναι τέτοια που επιτρέπει και στη σκέψη του πιο συγκε- ντρωμένου αθλητή να ξεστρατίσει, έστω για λίγα μέτρα ή λεπτά, σε άλλα μονοπάτια. Δεν γνωρίζω τι σκεφτόταν ο Κυριακίδης όταν έτρεχε στη Βοστώνη. Αν ήταν αφοσιωμένος μόνο στις κλίσεις της ασφάλτου ή εάν θυμόταν κάποιες στιγμές από τη ζωή του στην κατοχική Αθήνα. Τουλάχιστον σε μία περίπτωση τότε η αθλητική του ιδιότητα του είχε σώσει τη ζωή. Πρέπει να ήταν ένα απόγευμα του 1943, όπως μου είχε διηγηθεί πριν από χρόνια ο γιος του Στέλιου Κυριακίδη, Δημήτρης, όταν σταμάτησαν τον πατέρα του σε ένα στρατιωτικό μπλόκο στο Χαλάνδρι. Την προηγούμενη ημέρα, αντιστασιακοί είχαν σκοτώσει έναν Γερμανό και οι κατοχικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για αντίποινα. Όταν ζήτησαν από τον Στέλιο Κυριακίδη την ταυτότητά του στο μπλόκο, εκείνος τους έδειξε την Ολυμπιακή διαπίστευση από το 1936 – την κουβαλούσε πάνω του. Ο επικεφαλής αξιωματικός τού χαρίστηκε και τον άφησε να φύγει.

Μάχη στην άσφαλτο

Στα τελευταία χιλιόμετρα του Μαραθωνίου της Βοστώνης, πάντως, ο Κυριακίδης δεν πρέπει να είχε την πολυτέλεια άλλων σκέψε- ων. Έτρεχε, πλέον, ώμο με ώμο με τον κορυφαίο τότε Αμερικανό δρομέα Τζον Κέλι. Η παρουσία του στην κεφαλή της κούρσας ήταν κάτι το απρόσμενο. Το πλήθος ζητωκραύγαζε στο πέρασμά του. «Ο Έλλην, τρέχων ως εάν ήτο ο Φειδιππίδης, διέτρεξε κυριολεκτικώς πετών τας τελευταίας χιλίας υάρδας, τούτο δε προεκάλεσε τας μεγαλυτέρας επευφημίας των οποίων έτυχε ποτέ πρωταθλητής του Μαραθωνίου της Βοστώνης», έγραφε η «Καθημερινή» μετά τον αγώνα. Ο Κυριακίδης ήταν πρώτος. Είχε καλύψει την απόσταση των 42.195 μέτρων σε 2 ώρες και 29 λεπτά, την καλύτερη διεθνή επίδοση που είχε πετύχει μεταπολεμικά μαραθωνοδρόμος. «Είμαι τόσο ενθουσιασμένος, ώστε θα ήθελα να κλάψω», δήλωσε μετά τον τερματισμό του. Η νίκη του Κυριακίδη στη Βοστώνη συγκίνησε και ενέπνευσε.

Προτού επιστρέψει στην Ελλάδα, γύρισε τις ΗΠΑ και μίλησε στην περιοδεία του σε κοινότητες ομογενών για τα δεινά της πατρίδας τους. Κατάφερε να συγκεντρώσει 250.000 δολάρια και τόνους υλικής βοήθειας για τους συμπατριώτες του. Μια προσφορά που ονομάστηκε «Πακέτο Κυριακίδη». Στην Αθήνα τον υποδέχτηκαν ως ήρωα.

Στις εφημερίδες της εποχής υπάρχει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τον Κυριακίδη όρθιο σε ένα αυτοκίνητο χωρίς οροφή, να χαιρετάει τα πλήθη. Ξεκινώντας από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, έκανε στάση σχεδόν σε κάθε δήμο, στο Παλαιό Φάληρο, στη Νέα Σμύρνη, στην Καλλιθέα, για να τον βραβεύσουν οι τοπικές αρχές. Κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, όπου τον υποδέχτηκε η τότε πολιτική ηγεσία. «Εφ’ όσον η Ελλάς έχει τέκνα σαν κι εσάς, θα φωτίζη τον κόσμον εις τους αιώνας», του είπε ο τότε υπουργός Παιδείας, Αντώνιος Παπαδήμος. Τη νύχτα, η Αθήνα και η Ακρόπολη φωταγωγήθηκαν προς τιμήν του.

Η ανάμνηση

Ο Κυριακίδης πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1987, σε ηλικία 77 ετών – αριθμός ίδιος με αυτόν που φορούσε στον μεγάλο αγώνα του στη Βοστώνη. Την τελευταία δεκαπενταετία, ο γιος του, Δημήτρης, γυρίζει τον κόσμο, επισκέπτεται μεγάλους Μαρα- θωνίους όπως αυτόν της Βοστώνης και προσπαθεί να κρατήσει άσβεστη τη μνήμη του πατέρα του. Τον είχα συναντήσει πρώτη φορά το 2009, στην ίδια πόλη όπου είχε θριαμβεύσει ο πατέρας του. «Δεν είναι απλώς κομμάτι της ζωής μου. Είναι μέρος της ιστορίας μας», μου είχε πει τότε. Ήταν τα χρόνια που ο άθλος του Κυριακίδη είχε ξεχαστεί από την ελληνική κοινή γνώμη.

Μια ιστορία για την οποία κάποτε μιλούσαν στα σχολεία είχε προ πολλού περάσει στη λήθη. Πλέον οι δρομείς που κάθε Απρίλιο συγκεντρώνονται κατά χιλιάδες για να τρέξουν στη Βοστώνη αντικρίζουν στο ένα μίλι μετά την εκκίνηση, στο Χόπκιντον, ένα άγαλμα που φέρει τον τίτλο «Το Πνεύμα του Μαραθωνίου».

Απεικονίζει τον Κυριακίδη που τρέχει προς τη νίκη του. Πλάι του έχει τον Σπύρο Λούη, νικητή στον Μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896 στην Αθήνα. Ένα πανομοιότυπο άγαλμα έχει τοποθετηθεί σε μια πλατεία κοντά στην παραλία του Μαραθώνα, σε ένα «τυφλό» σημείο, πάντως, για τους δρομείς. Ο Μαραθώνιος της Αθήνας δεν περνάει από εκεί.

 

Popular
Recent
About Men