Monte Carlo

του sir Taki Theodoracopulos

Ο Somerset Maugham είχε περιγράψει το Monte Carlo ως “sunny place for shady people” (φωτεινό μέρος για σκοτεινούς ανθρώπους). Ένας Ρώσος ναύαρχος έχασε, κάποια στιγμή, τα κεφάλαια της ναυαρχίδας του στο καζίνο. Επιστρέφοντας στο πλοίο του, έστρεψε τα κανόνια προς το Πριγκιπάτο και απαίτησε τα λεφτά του πίσω. Αποζημιώθηκε μέσα σε μια ώρα.

Δύο Έλληνες ήταν οι ιδιοκτήτες της SBM (της εταιρίας που διοικούσε το καζίνο και τα περισσότερα ξενοδοχεία του Monaco), ο Sir Basil Zaharoff και ο Αριστοτέλης Σωκράτης Ωνάσης. 23 Φεβρουαρίου 1865, η Figaro περιέγραψε το νέο αυτό resort που “άνθισε” στον παλιό βράχο, μεταξύ Νίκαιας και Menton, ως εξής: “Το Monaco είναι ένας επίγειος παράδεισος, μια παραμυθένια γη”. Κάποιος κύριος Blanc ίδρυσε το resort στα μέσα του 19ου αιώνα, παρόλο που το Monaco διοικούσε μια ημιαριστοκρατική οικογένεια που άκουγε στο όνομα Grimaldi. Μόλις 499 στρέμματα, όσο κι η έκταση του Central Park, o Black κι ο δίδυμος αδελφός του ήταν οι πρώτοι που έφεραν τον τζόγο στα τραπέζια της Νότιας Γαλλίας. Τότε το Monaco ήταν τρεις ώρες απόσταση από την Κυανή Ακτή, μέσω ενός στενού δρόμου που συχνά “μπλόκαραν” κάτι ένοπλοι ληστές. Αυτό σε συνδυασμό με τις Ιταλό-Γαλλικές διαμάχες που “μύριζαν” πόλεμο, το Monaco δεν ήταν ακριβώς το πιο ασφαλές μέρος για επενδύσεις. Αλλά όταν ο τζόγος νομιμοποιήθηκε και μια νέα πόλη χτίστηκε από το μηδέν (κυριολεκτικά), το Monte Carlo έγινε ξαφνικά η παραθαλάσσια Ruritania (πόλη μυθιστορήματος) και η Ευρωπαϊκή αριστοκρατία έσπευσε στο νέο resort όπως οι μέλισσες στο μέλι.

Στα μέσα του 19ου αιώνα ο τουρισμός δεν ήταν τόσο μαζικός όπως σήμερα. Αυτοί που ταξίδευαν ήταν μόνο οι αριστοκράτες κι οι πολύ εύποροι. Πολύ σύντομα η SBM, υπό την διεύθυνση του Blanc, έχτισε το Hotel de Paris του Monte Carlo που γειτόνευε με το καζίνο, στα πρότυπα του Grand Hotel του Παρισιού. Με τα χρόνια το Monte Carlo είχε να προσφέρει στους επισκέπτες του θαλάσσια σπορ, μαρίνα, 4 ατμόπλοια που σε μετάφεραν από τη Νίκαια και Γένουα κι ένα λεωφορείο για ν’ αφήνει τους τζογαδόρους ακριβώς στην πόρτα του καζίνο “Belle Epoque” που βρισκόταν πάνω στην πλέον ευωδιαστή λεωφόρο, εκεί που η μιμόζα αναδυόταν με το γλυκό αεράκι του Monte Carlo. Έτσι το Monte Carlo έγινε ο πρώτος πολυτελής προορισμός, δίνοντας την ελευθερία στους καλεσμένους να ξοδεύουν τόσο ασυγκράτητα όσο ζουν ενώ μοιραζόντουσαν μια crafted εμπειρία με την υπογραφή του Blanc.

Η ρήση, άλλωστε, ήταν: “Rouge ou noir, c’est Blanc qui gagne”.
(“Είτε με κόκκινο είτε με μαύρο, πάντα ο Blanc κερδίζει”)

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρίγκιπας του Μονακό, Αλβέρτος έμεινε άφραγκος. Ζήτησε, λοιπόν, δανεικά από τον γιο του Blanc, Camille αλλά του τα αρνήθηκε. Τότε, ήρθε για να εξυπηρετήσει ο Basil Zaharoff, ένας ασυνήθιστος έμπορος όπλων, που προσέφερε χρήματα στον Πρίγκιπα με αντάλλαγμα μετοχές της SBM. Λίγο αργότερα, οι Blancs βγήκαν εκτός παιχνιδιού, οι Έλληνες πήραν τα ηνία και οι Βρετανοί έδωσαν το χρίσμα του Ιππότη στον Zaharoff. Όλα έγινα τόσο εύκολα, βούτυρο στο ψωμί του Zaharoff.

Το 1926, ο Sir Basil ξαφνικά πούλησε τις μετοχές του και αποσύρθηκε για να θρηνήσει τον χαμό της ερωμένης του και μετέπειτα συζύγου του, Donna Maria. Ψηλός και άγριος με το Μεφιστοφελικό του μούσι, ο Zaharoff, τον φοβόντουσαν πολλοί. Τα πράγματα, όμως, ήταν αλλιώς για τον επόμενο Έλληνα που ανέλαβε την SBM, τον Άρη Ωνάση. Κοντός και μελαμψός, γοήτευε παρά φόβιζε τους άλλους και στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, είχε την πλειοψηφία των μετοχών. Έτσι, ο ημέτερα δικός σας μπαίνει στο παιχνίδι.

Η πρώτη φορά που είδα τον Ωνάση ήταν στο El Morocco, το περιζήτητο night-club restaurant στη Νέα Υόρκη του ‘50. Ήμουν 20 ετών και συνόδευα μια όμορφη ξανθή socialite. Ο Ωνάσης μας ειδοποίησε μέσω του Κώστα Γκράτσου να πάμε στο τραπέζι του. Πήγα και ο Ωνάσης άρχισε να φλερτάρει απροκάλυπτα με την συνοδό μου. Εκείνο το καλοκαίρι, του 1956, ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκα το Μονακό και -όσο απίστευτο κι αν φαίνεται- ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα στην Old Beach ήταν ο Ωνάσης, ο οποίος φορούσε ένα λευκό παντελόνι, λευκό πουκάμισο και καπέλο Panama. Μου έδωσε μερικές πληροφορίες για το μέρος, με συμβούλευσε να μην πάω στο καζίνο και με προειδοποίησε για τις γυναίκες που συχνάζουν εκεί. Στο τέλος, μου είπε γελώντας “Πρόσεξε μην γκαστρώσεις καμία”.

Το Μόντε Κάρλο εκεί, στα μέσα του ‘50 ήταν στα καλύτερα του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο καλοκαίρι “ελευθερίας” από το σχολείο και την ένταξη μου στον glamourous κόσμο της υψηλής κοινωνίας. Ήμουν μόλις 20, υπερσεξουαλικός, σίγουρος για όλα, οι προοπτικές για το μέλλον μου έμοιαζαν δίχως όρια. Όλα στη ζωή έμοιαζαν πιθανά κι αυτό συμπεριλάμβανε όμορφες καλλιεργημένες γυναίκες. Το μέρος ήταν ξεκάθαρα η παραθαλάσσια Ruritania. Μια μικρή πόλη που αγκάλιαζε το λιμάνι με πανέμορφες βίλες λίγο πιο έξω, με καφέ κι εστιατόρια να ξεχειλίζουν από στους μικρούς χώρους. Με το glamourous καζίνο, το Sporting, το meeting-point κάθε βραδιά για ένα chic δείπνο στις Κάννες, στη Νίκαια και την περιοχή της Villafranche.

Η μεγαλύτερη και πολυτελέστερη βίλα ήταν η Leopolda, την οποία είχε ο Gianni Agnelli. Λίγο πιο πάνω από το Beaulieu, βρισκόταν η Fiorentina και η εμβληματική villa Zamir. Το λιμάνι ήταν γεμάτο όμορφα ιστιοπλοϊκά σκάφη -καμία σχέση με αυτά τα σύγχρονα στεροειδή σκαφίδια αλλά κομψές σκούνες όπως η Creole, Agneta, Zaca και φυσικά η Χριστίνα του Ωνάση. Ο Πρίγκιπας Ruspoli αλλά και οι Umberto Visconti, Yanni Zographos, Jack Warner, Henry Ford, Gianni Agnelli, Dino de Laurentis, Porfirio Rubirosa ήταν κάποιοι από τους θαμώνες.

Ο Rainer, ο Πρίγκιπας του Μονακό, τα πήγαινε άριστα με τον ΄Ελληνα κροίσο, αλλά ο Ωνάσης ήταν ο “πρίγκιπας” της περιοχής. Έτσι, μετά τον γάμο του με την Grace Kelly και συμβουλευόμενος κάποιους Αμερικάνους και Κορσικανούς, ο Πρίγκιπας βρήκε τρόπο να προσπεράσει τον Ωνάση με το να εκδώσει κι άλλες μετοχές τις SBM τις οποίες αγόρασε ο ίδιος. Με λίγα λόγια, αυτό ήταν ένα εχθρικό takeover που δίχως τίμημα, ένα παλιό Al Capone τρικ από τον καιρό του Σικάγο.

Λίγο αφού ο Ωνάσης αγόρασε τον Σκορπιό, εμείς οι Έλληνες αρχίσαμε να μαζευόμαστε ξανά στο Ιόνιο και στο Αιγαίο με τα σκάφη μας κάθε καλοκαίρι. Ο Rainier έγινε ένας από τους πιο πλούσιους άντρες της Ευρώπης, μετατρέποντας το Μονακό σε μια φορολογική εξορία για “σκοτεινούς” τύπους και παρόλο που ο αφορισμός του Somerset Maugham έμοιαζε να ταιριάζει, το Μόντε παρέμεινε στη σκιά όσο οι ουρανοξύστες σκίαζαν το μικρό βράχο από τον ήλιο.

Δεν με νοιάζει. Δεν ξαναπάτησα το πόδι μου στο μέρος γιατί μου ήταν οδυνηρό. Αλλά εξακολουθώ να έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από αυτά τα 15 καλοκαίρια που παραθέρισα εκεί και αυτές τις αναμνήσεις δεν μπορεί να μου τις πάρει κανείς ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να εκδώσει παράνομες μετοχές του εγκεφάλου μου.

Photo Credit: Getty Images/Ideal Image

Opinions