Δημήτρης Χόρν | Anniversario

της Μαριανίνας Πάτσα

O Χορν είναι ο κατεξοχήν ειρωνικός ηθοποιός μας. Η μίμηση πράξεως γι’ αυτόν είναι ένα ξόρκι, ένα άλλοθι, ένα προσωπείο για να εξορκιστεί η απελπισία του όντος. Σαν τους τρελούς του Σαίξπηρ, διαλύει την τάξη και συγκολλά τα συντρίμμια της αταξίας» (Κώστας Γεωργουσόπουλος, 1984). Αν και ο Δημήτρης Χορν άφησε τη δική του σφραγίδα στην υποκριτική, η προσωπική του «ετυμηγορία» για τον εαυτό του ήταν αρκετά διαφορετική. «Ποτέ δεν έπαψα να πιστεύω ότι ήταν λάθος μου να γίνω ηθοποιός. Νομίζω πως πρόδωσα όλους τους ρόλους που έχω παίξει». Όμως, η ιστορία αποδεικνύει πως τελικά ήταν μεγαλύτερος από την τέχνη που υπηρέτησε τόσο πιστά. Το «στιλ Χορν» δεν έχει μιμητές ή σχολή. Άλλωστε, είναι μάταιο να προσπαθήσει κανείς να αναπαραγάγει κάτι που δεν επαναλαμβάνεται.

Πατέρας του, ο θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν. Νονά του, η διάσημη ηθοποιός Κυβέλη. Την πρώτη του εμφάνιση την κάνει ως μωρό στην αγκαλιά της Κυβέλης, στο έργο «Γειτόνισσες» που έγραψε ο πατέρας του. Στα τέσσερα έτη του ακολουθεί η «Νόρα» του Ίψεν (πάλι μαζί με την Κυβέλη) και στα 14 του το έργο «Μαμά Κολιμπρί» του Μπατάιγ, με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Με την αποφοίτησή του από τη σχολή του Εθνικού, τα θέατρα τον υποδέχονται με πόρτες ορθάνοιχτες. Λες και η εκφορά του λόγου του, η λάμψη του και η ικανότητα να προσδίδει πολλές διαστάσεις ακόμα και σε φαινομενικά απλούς ρόλους είναι αυτό που περίμεναν. Με την ερμηνεία του στη «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ (1945), κάνει τον Βρετανό πρεσβευτή στην Αίγυπτο να παραδεχτεί ότι δεν έχει δει ποτέ του κάτι αντίστοιχο στην αγγλική σκηνή. Ο Χορν όμως λαχταρά άλλα. Θέλει να παίξει Οιδίποδα. Θέλει να ερμηνεύει στην Επίδαυρο. Μα δεν τολμά ποτέ να αγγίξει την τραγωδία. «Δεν έχω τη φωνή του Μινωτή», λέει. Οι παρέες του είναι πολλές και ο ίδιος είναι σπιρτόζος, διαβασμένος και ετοιμόλογος. Είναι εξωστρεφής, γλεντάει πολύ. Όμως, οι φίλοι του στη ζωή είναι επιλεγμένοι: Ελύτης, Χατζιδάκις, Κακογιάννης, Καραμανλής… «Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν», του γράφει το 1946 η Edith Piaf, μετά τη γνωριμία τους στην Αθήνα. Μα ο έρωτάς της είναι μάλλον μονόπλευρος.

Αν και θεωρεί πως το σινεμά είναι «εκπόρνευσις», ο Χορν καταφέρνει να αποτυπώσει ένα από τα πιο ανεξίτηλα «σ ’αγαπώ» στην ιστορία του ελληνικού σινεμά: αυτό που του λέει η Έλλη Λαμπέτη στην «Κάλπικη λίρα» (1955). Το «σ’ αγαπώ» της βρίσκει τον δρόμο προς την καρδιά του Χορν και στην πραγματική ζωή. Παρά την αρχική τους αμοιβαία αντιπάθεια (εκείνος την απέρριψε όταν έδινε εισαγωγικές εξετάσεις στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη), μένουν μαζί οκτώ χρόνια. Εκείνος είναι σπάταλος. Εκείνη ζηλιάρα. Τίποτα μέσα σε αυτά τα χρόνια δεν είναι ήρεμο – μα μήπως αυτό δεν σημαίνει πάθος; Η άρνησή του πως υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του είναι έντονη. Θαυμάζει το ταλέντο της. Όταν η Λαμπέτη αρρωσταίνει, παρά τις διαφορές τους, εκείνος της στέκεται.

Η Άννα Γουλανδρή, γυναίκα από εφοπλιστική οικογένεια, με την οποία φαινομενικά ο Χορν δεν μοιράζεται τίποτα, σφραγίζει τελικά τη ζωή του με 21 χρόνια γάμου και αγάπης. Όταν τη χάνει, το 1988, ο Χορν αρχίζει να αποτραβιέται από τη δημόσια θέα. Όμως, «ηθοποιός σημαίνει φως». Και κανείς ποτέ δεν ταυτίστηκε περισσότερο με αυτόν τον στίχο του Χατζιδάκι. Γι’ αυτό και όσα άφησε πίσω του – το ταλέντο του και η ανασφάλεια, η ειλικρίνεια και η ψυχή- εξακολουθούν να φέγγουν.

 

Popular
Recent
About Men